lécher - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lécher - translation to

СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ В ПРОЕКТЕ ВИКИМЕДИА
Lecher

lèche      
{f} {разг.}
1) тонкий ломтик ( съестного )
lèche de saumon — ломтик лососины
2) подхалимаж, подхалимство
faire de la lèche à qn — подхалимничать; льстить кому-либо
lèche      
{f} faire de la lèche - подхалимничать (перед + I); лизать пятки (+ D);
quelle lèche! - ну и подхалимаж!;
тонкий ломтик
lèche-carreaux      
{ m invar }; см. lèche-vitrines

Βικιπαίδεια

Лехер

Лехер (нем. Lecher) — немецкая фамилия.

Известные носители:

  • Лехер, Дорис (род 1962) — швейцарская писательница.
  • Лехер, Оскар (1893—1947) — немецкий химик.
  • Лехер, Отто (1861—1939) — австрийский юрист и политический деятель.
  • Лехер, Эрнст (1856—1926) — австрийский физик.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lécher
1. A marée haute, la mer vient lécher le parapet de la terrasse.
2. Le feu continue de lécher avec minutie ce qui reste de la porte de la synagogue.
3. La mer, altruiste, viendra lécher les dunes sableuses pour accompagner les petites tortues vers leur milieu marin.
4. Imprudence? «Le visage d‘une France qui change», titre le magazine qui n‘en finit pas de lécher les mocassins sarkoziens.
5. On dépouillait la vie du Nantais dans Onze Mondial, l‘admirait lécher le plâtre couloir gauche en prime time sur TF1.